τελεόγονα

τελεόγονα
τελεόγονος
bearing perfect young
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τελεόγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε τέλειος, μετά την κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας («τὰ μὲν τελεόγονα τῷ χρόνῳ ἔτεκεν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος. Η προπαροξυτονία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”